Κείμενο για την παρουσίαση του βιβλίου της Νένας Φιλούση την Πέμπτη 3.3.2011 στην ΟΚΤΑΝΑ στη Λευκωσία
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά της Νένας Φιλούση που περιέχονται στην καλαίσθητη έκδοση του Παράκεντρου, συνειδητοποίησα για ακόμη μια φορά πόσο σπουδαίο είναι στην πεζογραφία η αναγνωστική εμπειρία να οδηγεί τη σκέψη, στα μονοπάτια της καθημερινότητας σου, είτε αυτή αφορά το παρελθόν, είτε το παρόν, είτε το μέλλον. Να αισθάνεσαι δηλαδή ότι αυτά που διαβάζεις δεν αφορούν έναν άλλον κόσμο μακρινό ή μια ξένη κοινωνία, αλλά εσένα, τους γύρω σου και τον τόπο που ζεις.
Κατ’ αρχάς, με γοήτευσε ο αφηγηματικός τρόπος της λογοτέχνιδας, τα πολύ ωραία ελληνικά που χρησιμοποιεί, η διεισδυτική ματιά της γραφής της και βεβαίως οι καλοστημένες ιστορίες της. Αλλά, ιδιαιτέρως με κέρδισε η ανεπιτήδευτη προσέγγιση της στους χαρακτήρες, στις ανθρώπινες σχέσεις και στις νοοτροπίες, οι οποίες με τη σειρά τους κυοφορούν συμπεριφορές που αναδύουν στην επιφάνεια ένα μεγάλο πρόβλημα της μικρής μας κοινωνίας, που δεν είναι άλλο από την αναστολή της ελευθερίας και κατ’ επέκταση της επιθυμίας.
Η επιθυμία τις περισσότερες φορές βιώνεται ως πράξη επιβεβαίωσης του εγώ κι όχι ουσίας, καταναλωτική ευχαρίστηση και παρόρμηση. Κι όπως όλοι γνωρίζομε μες στους αιώνες η συμπεριφορά αυτή καταδικάστηκε από διάφορα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία διατυπώνουν την άποψη ότι ο αγώνας κατά των επιθυμιών βοηθά τον άνθρωπο πνευματικά. Σήμερα όμως πολλοί μελετητές του ανθρώπινου ψυχισμού διατυπώνουν την άποψη ότι υπάρχει και μια άλλη μορφή επιθυμίας, η ουσιαστική επιθυμία, όπως την ονομάζουν. Αυτό σημαίνει την ανάγκη του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από κάθε εξωτερική δέσμευση και να βγει έξω από το άχθος του εαυτού του, επιθυμώντας να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να χαρεί. Όχι για να επιβεβαιωθεί, αλλά για να ζήσει αυθεντικά και ποιοτικά μαζί με τους άλλους, χωρίς να φοβάται την αστοχία.
Με άλλα λόγια, με την ουσιαστική επιθυμία ο άνθρωπος παύει να ζει φοβισμένα, ακρωτηριασμένα και ενστικτωδώς τη ζωή, καταναλώνοντας ηδονές που στο τέλος της μέρας κατακερματίζουν την ύπαρξη του, αλλά έχει το θάρρος να διακινδυνεύει κάθε ώρα και στιγμή την πραγμάτωση του εαυτού του μέσα από την ολότητα της υπάρξεως του, αρνούμενος πεισματικά τη μερικότητα, παίρνοντας το ρίσκο να αγαπήσει άνευ όρων και ορίων. Διότι, τότε, μόνο αισθάνεται ότι ελευθερώνεται από την καταναλωτική επιθυμία που είναι μια γκρίζα απόλαυση και σε καμία περίπτωση δεν έχει φως.
Η Φιλούση είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ασχολείται πάρα πολύ με τις επιθυμίες των χαρακτήρων που παρελαύνουν στα διηγήματα της και ιδιαιτέρως με την καταπιεσμένη ουσιαστική επιθυμία, ειδικά της Κύπριας γυναίκας, που πασκίζει να υπερπηδήσει τους φραγμούς που την εμποδίζουν να υπάρξει ως πρόσωπο, δηλαδή ως σχέση και κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους.
Οι πλείστες γυναίκες στα διηγήματα αυτά φωνάζουν ότι το ήθος είναι έξοδος, ο ηθικισμός είναι εγκλεισμός. Κι ενώ το φωνάζουν, αδυνατούν να διαχειριστούν την ελευθερία τους, αλλά τη στέλνουν να σεργιανίζει στα κρυφά και σκοτεινά σοκάκια του μυαλού τους, κι από πράξη εξόδου, διακινδύνευση μανικού έρωτος προς τη ζωή και μοίρασμα αγαπητικό, καταντά πράξη εγκλεισμού και φοβίας, ενοχικής αυτό-εικόνας κι ενίοτε προσμονή ανεκπλήρωτου ονείρου. Η ενοχή και η επιθυμία στα πρόσωπα των διηγημάτων είναι μεγέθη που συνεχώς ταλαιπωρούν τη ζωή όλων και ειδικά των γυναικών που ο μέσα τους εαυτός κοχλάζει από ζωή.
Όσο διάβαζα την ιστορία της Περσεφόνης, της Ευγενίας, της Παρασκευής, της Πολυξένης, της Πηνελόπης, της Πολύμνιας στο νου μου έφερνα τις γυναίκες που όλοι λίγο πολύ γνωρίσαμε. Τις θειες, τις γιαγιάδες, τις μανάδες, τις σαλεμένες, τις ματιασμένες, τις αλλοπαρμένες, τις δακτυλοδεικτούμενες, τις φθονερές, τις κουτσομπόλες. Να ακολουθούν το ένστικτό τους και σπανίως την καρδιά τους. Να αιωρούνται και να παλεύουν με τα συναισθήματά τους. Να σχοινοβατούν μονίμως, κι εκεί που πάνε να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα τους, οι εσωτερικοί κραδασμοί να μην τους το επιτρέπουν. Να φεύγουν και να γυρίζουν καταταλαιπωρημένες και τσακισμένες αναζητώντας λίγη αγάπη. Να μην κάνουν ποτέ αυτό που θέλουν, έχοντας απόλυτη συνείδηση του γεγονότος κι ας μην το καταλαβαίνει ο περίγυρός τους. Να μην τις ενδιαφέρει το παρόν, μήτε το μέλλον μόνο η επιβίωση στο ουτοπικό ταξίδι του μυαλού τους.
Η συγγραφέας όλα αυτά τα διαχειρίζεται με απλό και φυσικό τρόπο περνώντας από τη σοβαρότητα στο χιούμορ, κι από την τραγικότητα στην ειρωνεία, χωρίς αιχμηρότητα, επιτήδευση και βαθυστόχαστες κοινωνιολογικές αναλύσεις. Δεν την ενδιαφέρει να λύσει τα προβλήματα της κοινωνίας και δη των γυναικών αυτών, αλλά να τα αγκαλιάσει και να τα αφηγηθεί με ειλικρίνεια. Το σπουδαιότερο δε, απομυθοποιεί τη γυναίκα που η κοινωνία τη θέλει στήριγμα και υπόσχεση του μέλλοντος, μα στεγνή από συναισθήματα κι επιθυμίες. Αυτή η προσέγγιση κατά τη γνώμη μου συμβάλλει τα μέγιστα στη διηγηματογραφία που ασχολείται με την Κύπρια γυναίκα των νεώτερων χρόνων. Διότι τίποτα δεν ωραιοποιείται αλλά ούτε και υπερβάλλεται. Καμιά παράδοση δεν λιβανίζεται εδώ, παρά μόνο η αλήθεια.
Ταυτόχρονα, οι ιστορίες αυτές, δεν διεκδικούν τον φεμινιστικό έπαινο, ούτε ωθούν τον αναγνώστη σε ακόμα μία στείρα ανάγνωση διαιώνισης της αντιπαραθέσεως γυναίκας και άντρα. Συνήθως τέτοιες απόπειρες πέφτουν στην παγίδα της στρατευμένης καταγγελίας κατά των αντρών, του θυμού και της πικρίας. Αντιθέτως, με χιούμορ, σαρκασμό και λεπτή ειρωνεία οι άντρες είναι το ίδιο καταπιεσμένοι, ενοχικοί και δειλοί. Ούτε αυτοί μπορούν να αποβάλουν από πάνω τους το κοινωνικό βάρος ενός ρόλου που τους θέλει να συμπεριφέρονται σαν άτομα κι όχι σαν πρόσωπα συναισθηματικών ανοίξεων, που είναι έτοιμα να κοινωνήσουν και να επικοινωνήσουν με τις ουσιαστικές επιθυμίες αυτών των γυναικών. Αλλά, κουβαλούν κι αυτοί με τη σειρά τους τις ίδιες φοβίες, αγωνίες κι αδυναμίες καταναλώνοντας σωρηδόν γκρίζες επιθυμίες.
Ενώ οι γυναίκες διακαώς επιθυμούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, οι άντρες αδυνατούν να ανταποκριθούν, διότι η κυπριακή κοινωνία θέλει τα αρσενικά της να παίζουν τον ρόλο του στυλοβάτη κι εν γένει του ανθρώπου που δεν κυοφορεί αισθήματα, αλλά λύσεις διά παντός είδους προβλήματα. Με αποτέλεσμα το κοινωνικό αυτό αίτημα να ωθεί τα αρσενικά στην αμήχανη επιλογή της δύναμης και της εξουσίας, κι όχι της διακονίας. Μαθαίνουν οι άντρες να μην αποδέχονται την αποτυχία ειδικά όταν αυτή προκαλείται από γυναίκα. Άλλωστε, μια ματιά να ρίξετε στο λαϊκό μας τραγούδι θα διαπιστώσετε ότι το 90% ασχολείται με την αδικία και την προδοσία που υφίσταται ο άντρας από τη γυναίκα. Ο κύπριος άντρας μην αποτελώντας εξαίρεση έμαθε να συμβαδίζει με την κοινωνία που θεωρεί τη γυναίκα περισσότερο ευάλωτη προς τα πάθη και τα λάθη και στις σελίδες του βιβλίου οι άντρες είναι οι πλέον μπερδεμένοι και συγχυσμένοι, όταν καλούνται να εκφραστούν δημιουργικά και να βγουν έξω από τον ρόλο που τους δόθηκε.
Μέσα από τους χαρακτήρες αυτούς φανερώνεται μια φοβερή πραγματικότητα της ζωής μας. Ότι η σωματική, πνευματική και ψυχική ένωση δύο προσώπων, που είναι το ζητούμενο σε μια σχέση είναι δώρο τις περισσότερες φορές, κι όχι κατάκτηση του ενός ή του άλλου. Πράξη ατομικής επιβεβαίωσης. Αλλά μυστήριο ανέλπιδο και ακατανόητο. Που όταν συλληφθεί από αυτούς που θα λάβουν το δώρο αυτό, τότε ενσυνείδητα τα δύο πρόσωπα αποφασίζουν να εισέλθουν στην περιπέτεια της αγαπητικής ενώσεως τους, άνευ όρων και ορίων, με γνώμονα την ελευθερία τους.
Αυτή την ελευθερία ποθούν οι γυναίκες και οι άντρες της συλλογής αυτής που εν τέλει εκφράζουν τον γενικό πόθο όλων μας...
Πέτρος Λαζάρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου