Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Παρουσίαση του βιβλίου μου στην Οκτάνα २)

Κείμενο παρουσίασης του βιβλίου μου στην Οκτάνα

Η πηγή από την οποία η Νένα Φιλούση πίνει νερό για να ξεδιψάσει, είναι αυτή της Ποίησης.

Είναι ξάστερο αυτό, σε όποιον διαβάσει τις ιστορίες της και ταυτόχρονα σταθεί στην ποίηση που παράγει.

Αν και κόσμοι τελείως διαφορετικοί, η Ποίηση και η Διήγηση συνθέτουν και οι δύο ένα μεγάλο μέρος της Ενήλικης Παραμυθίας όπως μου αρέσει να αποκαλώ τη Λόγια Γραφή σε αυτές τις δύο εκφάνσεις της.

Εξαιρώ τη μυθιστορία, καθώς αποτελεί μία κυρίως αγγλοσαξονική παράδοση στην οποία ο ελληνικός λόγος –κατά κανόνα- δύσκολα βρίσκει πυξίδα.


Μας πήρε εφτά χρόνια να ταιριάξουμε τα κομμάτια

Στην άκρη του γαλανού / οι μεθυσμένες πέτρες της πατρίδας / επιφέρουν το θάνατο / στα ξένα σώματα.

Υπάρχει δηλαδή μία ανάγκη γιαλού/ να πετάμε τις ψυχές μας/ όπως άμα παρατάς την καλοσύνη σου/ γυμνός ακκίζεσαι γυμνός αλλά/ τα καλοκαίρια μας, σαν τα ψάθινα καπέλα μας περνούν, ασπάζονται και φεύγουν.

Το μικρόψυχο τέλος που φοβερίζει / νοτίως ας έρθει / εμείς ολόγυρα θαλασσινοί / ανοιχτοί στο θέρος περιμένουμε.

(τι να μας ταράξει πια εν τη απουσία σου; )

Ήδη, σε αυτό το ποιητικό κόσμημα από τη συλλογή Μνημοροή του 2002 – αισθάνεται ο καλός αναγνώστης την αφήγηση να αγκαλιάζει διακριτικά τον ποιητικό λόγο και να τον «περιποιείται».

Με τον ίδιο τρόπο, αντιστρέφοντας τώρα τους όρους, στις ιστορίες του «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω» διαπιστώνεις την ροή της ποιητικής καταγωγής να αποδίδει αβίαστα και με συνέπεια τον ρυθμό ή μάλλον τους ρυθμούς, στη διήγηση.

«Μόνο τα μάτια της, μεγάλα βυζαντινά, λυπημένα»

«Φάε το γλυκό σου, το πέτυχα φέτος το νεράντζι. Άραγε ξέρει εγγλέζικα ο θεός;»

«Πατάω την ουλή μου και φεύγω. Ακόμα μία ηδονή»

Φράσεις, ατάκτως αν θέλετε ερανισμένες από το βιβλίο-θα μπορούσα να παραθέσω εύκολα άλλες 30 ή 40 που ψηλάφισα κατά την ανάγνωση. Νομίζω όμως πως και με αυτές τις τρεις που σας διάβασα, η ποιητική ταυτότητα της Νένας Φιλούση γίνεται φανερή στις διηγήσεις της.

Μία ταυτότητα, που πέρα από την γενική ποιητικότητα ως εκφραστική διάθεση ή καταγωγή, παρέχει ρυθμούς, που ταυτισμένοι όπως είναι με τους χαρακτήρες των βιβλίων σε παρασύρουν εύκολα:

(απόσπασμα-σελίδα 88 )

Το βιβλίο της Φιλούση έχει και ένα άλλο χάρισμα.

Είναι ειλικρινές. Αφτιασίδωτο. Πηγαίο, αλλά όχι «λαϊκό». Είναι δηλαδή επεξεργασμένο με επάρκεια, είμαι βέβαιος πως πολλά, γράφτηκαν και σβήστηκαν και μετά ξαναγράφτηκαν για να ξανασβηστούν και να γραφτούν εκ νέου μέχρι να βρουν το τελικό τους σχήμα και να μας παραδοθούν. Ακριβώς για αυτό, έρχεται σε μας Πηγαίο και Ειλικρινές. Πηγαίο γιατί δουλεύτηκε τόσο όσο χρειάστηκε η συγγραφέας για να συναντήσει την ψυχή των χαρακτήρων της, ειλικρινές, γιατί απουσιάζει πλήρως ο βαρύγδουπος λεξιλάγνος ναρκισσισμός που πια τόσο συχνά βρίσκουμε να κυριαρχεί στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία-προφανώς ένεκα βαθιάς πενίας επί της ουσίας.

Όλα αυτά που είπαμε έρχονται και κουμπώνουν σε μία γραφή ρεαλιστική, σχεδόν ρεπορταζιακή θα την έλεγα, καθώς η συγγραφέας κινεί την πένα της σαν κάμερα που σκηνοθετεί την πραγματικότητα.

Διαβάζοντάς την, αρκετές φορές θυμήθηκα τον σπουδαίο Τζίγκα Βερτόφ, τον θεωρητικό του «Κινηματογράφου Μάτι» που επέδρασε σαν τυφώνας στην κινηματογραφία στις δεκαετίες του 20 του 30 και του 40.

Αντίστοιχα λοιπόν θα χαρακτήριζα το ύφος της σαν «Πένα Μάτι» που καταγράφει ιστορίες- φέτες ζωής όπως ακριβώς είναι ενώ η ποιητικότητα για την οποία μίλησα νωρίτερα έρχεται να ρίξει τους χρωματισμούς, τους ίσκιους ή το φως στην κάθε εικόνα, στον κάθε χαρακτήρα για να μας δοθεί με τόση ευκρίνεια, ώστε πια κατά στο τέλος της ανάγνωσης στο νου σου έχεις σκιαγραφήσει πρόσωπα, μάτια, χέρια, ρούχα, έχεις ακούσει τις ανάσες τους, τις φωνές τους, ακόμα και τον διαφορετικό βηματισμό τους.

Απέφυγα να σταθώ σε οποιαδήποτε στοιχεία Κυπριακής Ηθογραφίας.
Αντιμετώπισα το βιβλίο, σαν καθαρή λογοτεχνία, και για να το πω πιο καθαρά, σαν σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία καθώς, κατά τη γνώμη μου η γλώσσα είναι αυτή που προσδιορίζει την καταγωγή της λογοτεχνίας. Άρα-κατά τη γνώμη μου- τόσο το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και το σύνολο της δουλειάς της Νένας Φιλούση αποτελούν μέρος του ευρύτερου ελληνικού λογοτεχνικού πλούτου και μόνο έτσι πρέπει να ειδωθεί.

Είμαι βέβαιος πως θα υπάρξει συνέχεια, γιατί, έτσι και αλλιώς η ίδια, σφραγίζει το βιβλίο της με τη φράση:

« Κι η δική μου ψυχή πιάνει ψηλές θερμοκρασίες»

Γιώργος Πήττας
3.3.11

Ποίηση

Μνήμη σώματος

Οι πέντε αισθήσεις μου προσέβαλαν αισχρώς τη βιολογία.
Θα κρατήσει η όραση την όψη σου
η ακοή μου τη φωνή σου
τη μυρωδιά το δέρμα μου
τη γεύση της λύπης που καπνίζει εντός.
Για την αφή μη με ρωτήσεις
την πενθώ.

Τραγούδια ειπώθηκαν πολλά
Πάντα ένα το ίδιο που γυροφέρνει
δε με νοιάζει το υλικό
Φωνές κι εδώδιμα έρχονται, φεύγουν.

Μα το δέρμα δεν αναπληρώνεται.
Τα εγκαύματα επιφέρουν πάντα θάνατο.


Νένα Φιλούση (από τα Πέτρινα)

Ποιήματα από τη "Μνημοροή"

Λευκωσία 1989


Στίχοι θανάτου θυμίζουν το μικρό στρατιώτη
η επιδερμίδα του παρέμεινε ωραία
το παράπονό μας γίνεται σώμα
πάνω στην ώρα του θάβεται.
Κι ο θρήνος ήταν για τα άνθη μας.
Τον κλάψαμε τρεις ημέρες.

Ύστερα συνηθίσαμε
βγαίναμε χαράματα
σαν τον αμετανόητο ληστή:
κι αν είσαι μάγκας βγες
αν είσαι μάγκας βγες.

Εν τέλει


Οι ποιητές μάχονται ν’ ανέβουν στη λύπη
με τη χαρά στα σακίδια
να σώσουν τα θαύματα και τους αγίους
που αγάπησαν.
Δεν είναι νησί ο τόπος μας
ένα κουβάρι μόνο που μαζεύεται
τεντώνεται κι αναδιπλώνεται
αδιαλείπτως.

Η ποίηση ανεβαίνει στην άσκηση
εν πομπή
με κεριά και λαμπάδες.
Κατεβαίνει στον πόνο μοναχή και λάμπουσα
με ένδυμα νυμφώνος καθαρό
από λογής – λογής αγνότητες κι ιδανικά.

Η ποίηση είναι «μνήμη, μνήμα, μνημείο»
και τα πουλιά του σκαλιστή
στ’ αμπέλια της Παναγίας
η νυχτερινή της μεταμόρφωση.
Γονυκλισία ατέλειωτη που καταργεί το τέλος.

Να τώρα μαζεύει τα ρούχα της
και κλείνεται στην ερημιά με πείσμα.


Νένα Φιλούση

Ποιήματα

Αλλόχρονο

Η φωνή του πατέρα στο τηλέφωνο
είναι πραγματική
τέμνει στα δύο την αστάθεια των κινήσεων
αφήνεται στο δωμάτιο σαν λεβάντα του χειμώνα
σαν δαντέλα πριγκηπέσας
και σαν καπέλο του Ζορό
ξεχασμένα στην κρεμάστρα ως το καλοκαίρι.

Μπορώ να την κοιτάω όλο το πρωί
και να την αγγίζω το απόγευμα.




Περιπατούσα θλίψη

Διαδρομή σε γειτονιές που μυρίζουν
φαί, κορμιά και παρελθόντα.
Το σπίτι σου βουβό σε δρόμο κάθετο.

Φωτογραφεία με γιγάντιες πόζες γάμων
«εσύ σκύψε στον ώμο του»
«εσύ φίλα το κεφάλι της»
Αγάπη προθανατισμένη
στη θάλασσα ή στο πάρκο
με φοίνικες και βότσαλα για μάρτυρες.

Περπάτησα τόσο πολύ που πόνεσαν τα χέρια.
Το σώμα μπορεί και να ‘γινε παλιό μπαλκόνι
με την υγρασία του
τις φαγωμένες σιδεριές του
τις σιγανές εξομολογήσεις του.

Ύστερα μπήκες εσύ κι έγινε φως.

Νένα Φιλούση

Παρουσίαση του βιβλίου μου στην Οκτάνα

Κείμενο για την παρουσίαση του βιβλίου της Νένας Φιλούση την Πέμπτη 3.3.2011 στην ΟΚΤΑΝΑ στη Λευκωσία
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά της Νένας Φιλούση που περιέχονται στην καλαίσθητη έκδοση του Παράκεντρου, συνειδητοποίησα για ακόμη μια φορά πόσο σπουδαίο είναι στην πεζογραφία η αναγνωστική εμπειρία να οδηγεί τη σκέψη, στα μονοπάτια της καθημερινότητας σου, είτε αυτή αφορά το παρελθόν, είτε το παρόν, είτε το μέλλον. Να αισθάνεσαι δηλαδή ότι αυτά που διαβάζεις δεν αφορούν έναν άλλον κόσμο μακρινό ή μια ξένη κοινωνία, αλλά εσένα, τους γύρω σου και τον τόπο που ζεις.
Κατ’ αρχάς, με γοήτευσε ο αφηγηματικός τρόπος της λογοτέχνιδας, τα πολύ ωραία ελληνικά που χρησιμοποιεί, η διεισδυτική ματιά της γραφής της και βεβαίως οι καλοστημένες ιστορίες της. Αλλά, ιδιαιτέρως με κέρδισε η ανεπιτήδευτη προσέγγιση της στους χαρακτήρες, στις ανθρώπινες σχέσεις και στις νοοτροπίες, οι οποίες με τη σειρά τους κυοφορούν συμπεριφορές που αναδύουν στην επιφάνεια ένα μεγάλο πρόβλημα της μικρής μας κοινωνίας, που δεν είναι άλλο από την αναστολή της ελευθερίας και κατ’ επέκταση της επιθυμίας.
Η επιθυμία τις περισσότερες φορές βιώνεται ως πράξη επιβεβαίωσης του εγώ κι όχι ουσίας, καταναλωτική ευχαρίστηση και παρόρμηση. Κι όπως όλοι γνωρίζομε μες στους αιώνες η συμπεριφορά αυτή καταδικάστηκε από διάφορα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία διατυπώνουν την άποψη ότι ο αγώνας κατά των επιθυμιών βοηθά τον άνθρωπο πνευματικά. Σήμερα όμως πολλοί μελετητές του ανθρώπινου ψυχισμού διατυπώνουν την άποψη ότι υπάρχει και μια άλλη μορφή επιθυμίας, η ουσιαστική επιθυμία, όπως την ονομάζουν. Αυτό σημαίνει την ανάγκη του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από κάθε εξωτερική δέσμευση και να βγει έξω από το άχθος του εαυτού του, επιθυμώντας να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να χαρεί. Όχι για να επιβεβαιωθεί, αλλά για να ζήσει αυθεντικά και ποιοτικά μαζί με τους άλλους, χωρίς να φοβάται την αστοχία.
Με άλλα λόγια, με την ουσιαστική επιθυμία ο άνθρωπος παύει να ζει φοβισμένα, ακρωτηριασμένα και ενστικτωδώς τη ζωή, καταναλώνοντας ηδονές που στο τέλος της μέρας κατακερματίζουν την ύπαρξη του, αλλά έχει το θάρρος να διακινδυνεύει κάθε ώρα και στιγμή την πραγμάτωση του εαυτού του μέσα από την ολότητα της υπάρξεως του, αρνούμενος πεισματικά τη μερικότητα, παίρνοντας το ρίσκο να αγαπήσει άνευ όρων και ορίων. Διότι, τότε, μόνο αισθάνεται ότι ελευθερώνεται από την καταναλωτική επιθυμία που είναι μια γκρίζα απόλαυση και σε καμία περίπτωση δεν έχει φως.
Η Φιλούση είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ασχολείται πάρα πολύ με τις επιθυμίες των χαρακτήρων που παρελαύνουν στα διηγήματα της και ιδιαιτέρως με την καταπιεσμένη ουσιαστική επιθυμία, ειδικά της Κύπριας γυναίκας, που πασκίζει να υπερπηδήσει τους φραγμούς που την εμποδίζουν να υπάρξει ως πρόσωπο, δηλαδή ως σχέση και κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους.
Οι πλείστες γυναίκες στα διηγήματα αυτά φωνάζουν ότι το ήθος είναι έξοδος, ο ηθικισμός είναι εγκλεισμός. Κι ενώ το φωνάζουν, αδυνατούν να διαχειριστούν την ελευθερία τους, αλλά τη στέλνουν να σεργιανίζει στα κρυφά και σκοτεινά σοκάκια του μυαλού τους, κι από πράξη εξόδου, διακινδύνευση μανικού έρωτος προς τη ζωή και μοίρασμα αγαπητικό, καταντά πράξη εγκλεισμού και φοβίας, ενοχικής αυτό-εικόνας κι ενίοτε προσμονή ανεκπλήρωτου ονείρου. Η ενοχή και η επιθυμία στα πρόσωπα των διηγημάτων είναι μεγέθη που συνεχώς ταλαιπωρούν τη ζωή όλων και ειδικά των γυναικών που ο μέσα τους εαυτός κοχλάζει από ζωή.
Όσο διάβαζα την ιστορία της Περσεφόνης, της Ευγενίας, της Παρασκευής, της Πολυξένης, της Πηνελόπης, της Πολύμνιας στο νου μου έφερνα τις γυναίκες που όλοι λίγο πολύ γνωρίσαμε. Τις θειες, τις γιαγιάδες, τις μανάδες, τις σαλεμένες, τις ματιασμένες, τις αλλοπαρμένες, τις δακτυλοδεικτούμενες, τις φθονερές, τις κουτσομπόλες. Να ακολουθούν το ένστικτό τους και σπανίως την καρδιά τους. Να αιωρούνται και να παλεύουν με τα συναισθήματά τους. Να σχοινοβατούν μονίμως, κι εκεί που πάνε να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα τους, οι εσωτερικοί κραδασμοί να μην τους το επιτρέπουν. Να φεύγουν και να γυρίζουν καταταλαιπωρημένες και τσακισμένες αναζητώντας λίγη αγάπη. Να μην κάνουν ποτέ αυτό που θέλουν, έχοντας απόλυτη συνείδηση του γεγονότος κι ας μην το καταλαβαίνει ο περίγυρός τους. Να μην τις ενδιαφέρει το παρόν, μήτε το μέλλον μόνο η επιβίωση στο ουτοπικό ταξίδι του μυαλού τους.
Η συγγραφέας όλα αυτά τα διαχειρίζεται με απλό και φυσικό τρόπο περνώντας από τη σοβαρότητα στο χιούμορ, κι από την τραγικότητα στην ειρωνεία, χωρίς αιχμηρότητα, επιτήδευση και βαθυστόχαστες κοινωνιολογικές αναλύσεις. Δεν την ενδιαφέρει να λύσει τα προβλήματα της κοινωνίας και δη των γυναικών αυτών, αλλά να τα αγκαλιάσει και να τα αφηγηθεί με ειλικρίνεια. Το σπουδαιότερο δε, απομυθοποιεί τη γυναίκα που η κοινωνία τη θέλει στήριγμα και υπόσχεση του μέλλοντος, μα στεγνή από συναισθήματα κι επιθυμίες. Αυτή η προσέγγιση κατά τη γνώμη μου συμβάλλει τα μέγιστα στη διηγηματογραφία που ασχολείται με την Κύπρια γυναίκα των νεώτερων χρόνων. Διότι τίποτα δεν ωραιοποιείται αλλά ούτε και υπερβάλλεται. Καμιά παράδοση δεν λιβανίζεται εδώ, παρά μόνο η αλήθεια.
Ταυτόχρονα, οι ιστορίες αυτές, δεν διεκδικούν τον φεμινιστικό έπαινο, ούτε ωθούν τον αναγνώστη σε ακόμα μία στείρα ανάγνωση διαιώνισης της αντιπαραθέσεως γυναίκας και άντρα. Συνήθως τέτοιες απόπειρες πέφτουν στην παγίδα της στρατευμένης καταγγελίας κατά των αντρών, του θυμού και της πικρίας. Αντιθέτως, με χιούμορ, σαρκασμό και λεπτή ειρωνεία οι άντρες είναι το ίδιο καταπιεσμένοι, ενοχικοί και δειλοί. Ούτε αυτοί μπορούν να αποβάλουν από πάνω τους το κοινωνικό βάρος ενός ρόλου που τους θέλει να συμπεριφέρονται σαν άτομα κι όχι σαν πρόσωπα συναισθηματικών ανοίξεων, που είναι έτοιμα να κοινωνήσουν και να επικοινωνήσουν με τις ουσιαστικές επιθυμίες αυτών των γυναικών. Αλλά, κουβαλούν κι αυτοί με τη σειρά τους τις ίδιες φοβίες, αγωνίες κι αδυναμίες καταναλώνοντας σωρηδόν γκρίζες επιθυμίες.
Ενώ οι γυναίκες διακαώς επιθυμούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, οι άντρες αδυνατούν να ανταποκριθούν, διότι η κυπριακή κοινωνία θέλει τα αρσενικά της να παίζουν τον ρόλο του στυλοβάτη κι εν γένει του ανθρώπου που δεν κυοφορεί αισθήματα, αλλά λύσεις διά παντός είδους προβλήματα. Με αποτέλεσμα το κοινωνικό αυτό αίτημα να ωθεί τα αρσενικά στην αμήχανη επιλογή της δύναμης και της εξουσίας, κι όχι της διακονίας. Μαθαίνουν οι άντρες να μην αποδέχονται την αποτυχία ειδικά όταν αυτή προκαλείται από γυναίκα. Άλλωστε, μια ματιά να ρίξετε στο λαϊκό μας τραγούδι θα διαπιστώσετε ότι το 90% ασχολείται με την αδικία και την προδοσία που υφίσταται ο άντρας από τη γυναίκα. Ο κύπριος άντρας μην αποτελώντας εξαίρεση έμαθε να συμβαδίζει με την κοινωνία που θεωρεί τη γυναίκα περισσότερο ευάλωτη προς τα πάθη και τα λάθη και στις σελίδες του βιβλίου οι άντρες είναι οι πλέον μπερδεμένοι και συγχυσμένοι, όταν καλούνται να εκφραστούν δημιουργικά και να βγουν έξω από τον ρόλο που τους δόθηκε.
Μέσα από τους χαρακτήρες αυτούς φανερώνεται μια φοβερή πραγματικότητα της ζωής μας. Ότι η σωματική, πνευματική και ψυχική ένωση δύο προσώπων, που είναι το ζητούμενο σε μια σχέση είναι δώρο τις περισσότερες φορές, κι όχι κατάκτηση του ενός ή του άλλου. Πράξη ατομικής επιβεβαίωσης. Αλλά μυστήριο ανέλπιδο και ακατανόητο. Που όταν συλληφθεί από αυτούς που θα λάβουν το δώρο αυτό, τότε ενσυνείδητα τα δύο πρόσωπα αποφασίζουν να εισέλθουν στην περιπέτεια της αγαπητικής ενώσεως τους, άνευ όρων και ορίων, με γνώμονα την ελευθερία τους.
Αυτή την ελευθερία ποθούν οι γυναίκες και οι άντρες της συλλογής αυτής που εν τέλει εκφράζουν τον γενικό πόθο όλων μας...

Πέτρος Λαζάρου

Ο Ποιητής...

Οδυσσέας Ελύτης

...από μικρό παιδί αγαπούσα τη λογοτεχνία και ανακατευόμουνα με τα βιβλία. Κάποτε, μια παράξενη διαίσθηση με έκανε να σκέπτομαι ότι ένα άλλο στρώμα, βαθύτερο, κάτω από το στρώμα των φαινομένων, αποτελούσε την αληθινή ζωή. Και ότι η περιγραφική, η λογική τάξη του λόγου, όπως τη συναντούσα στα μυθιστορήματα που διάβαζα τότε, δεν κατόρθωνε πάντοτε να την αποδώσει. Αλλά ότι υπήρχε μια εντελώς διαφορετική χρήση της γλώσσας, που την έλεγαν λυρική και ότι αυτή είχε τη δύναμη να πλησιάζει και ν' αποκαλύπτει την πραγματικότητα στη βαθύτερη ουσία της, ήταν ένα πράμα που μήτε καν το υποψιαζόμουνα. Χρειάστηκε να περάσει καιρός. Είχα τελειώσει πια το γυμνάσιο, όταν, μια μέρα, ένα τυχαίο γεγονός με έφερε σε επαφή με μερικά από τα καλύτερα έργα συγχρόνων ευρωπαίων ποιητών. Είπα, ένα τυχαίο γεγονός. Αλλά η τύχη, όπως κατάλαβα αργότερα, για έναν ποιητή τουλάχιστον, δεν είναι η απλή σύμπτωση, αλλά το φανέρωμα μιας δύναμης που ο αόρατος μηχανισμός της μας διαφεύγει.
[....] Ως τη στιγμή που έπιασα την πέννα, η προσωπική εμπειρία μου ήταν εντοπισμένη σ' έναν πολύ συγκεκριμένο φυσικό χώρο, που ήταν ο χώρος του Αιγαίου. Ολόκληρη η κατασκευή μου άλλωστε, και η αγωγή μου μπορώ να πω, ήταν νησιωτική - γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία. Είχα γεννηθεί στην Κρήτη. Μέσα μου έκλεινα, σαν σε σπόρο, τη μνήμη μιας ατέλειωτης σειράς προγόνων από τη Λέσβο. Και είχα περάσει όλα τα μυθικά καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων σ' ένα μικρό νησί του Αργολικού, απ' αυτά που είχανε παίξει τόσο μεγάλο ρόλο στην Επανάσταση. Μέσα σ' αυτό το θαλασσινό σχολείο, ένα παιδί με μοναχικές τάσεις, ήτανε φυσικό ν' αποκτήσει μιαν εντελώς ιδιότυπη ευαισθησία. Η φαντασία μου αποθησαύριζε εικόνες που αργότερα, όσο μεγάλωνα, έμελλαν να πάρουν μέσα μου προεκτάσεις άλλες, αισθητικές, ψυχικές και ηθικές ακόμη. Ακρογιάλια έρημα μέσα στο εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού' μουράγια με παλιά σκουριασμένα κανόνια' όρμοι παρθένοι κι ανέγγιχτοι, γεμάτοι από τη μυστική ζωή των ψαριών' κήποι κλειστοί και κρεμασμένοι πάνω από τον παφλασμό των κυμάτων' νύχτες που μυρίζανε δεντρολίβανο και ξεχειλίζανε από μυριάδες τριζόνια... Κι αυτά όλα, κατοικημένα από απίθανα πλάσματα, από μυθικές μορφές γυναικών με μακριά μαλλιά και διάφανα σώματα, που κρατούσαν κι έφερναν στα χέρια τους μιαν άλλου είδους αγνότητα. Αυτή ίσως που αντιστοιχούσε στο τοπίο και έλειπε από τη ζωή γύρω μου. Μιαν αγνότητα από ολοκληρωμένες αισθήσεις, που καθαγίαζε ό,τι είχαμε συνηθίσει να ονομάζουμε ταπεινό ή χυδαίο, και που δεν ξεχώριζε το ιδανικό από την ύλη.
Από κει άρχισε να κεντρίζει το ενδιαφέρον μου ο μυστικός μηχανισμός των μεταμορφώσεων που έκλεινε σε λανθάνουσα κατάσταση η πραγματικότητα, και που μόνον η φαντασία μπορούσε ν' αποκαλύψει.

[Το κείμενο είναι από το περιοδικό η λέξη - τ.164/165, Αύγ. 2001]

Ποίηση

...
δεν έχει σημασία αν όταν φωνάξει η αγάπη
εγώ είμαι νεκρή
θα έρθω
πάντα θα έρχομαι
αν κάποτε
μου φωνάξει η αγάπη
...

Αλεχάνδρα Πιθάρνικ
Πρωινό άστρο
(απόσπασμα)

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ` τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ` αγκάθι κ` ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ` έχεις δυό πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.

Γιάννης Ρίτσος

Ποίηση

Σχήμα

Συ που 'χεις φτερά
και η αδυναμία τα κατάλυσε
τα έκανε και σπάσανε
τώρα υπόμενε την πίκρα
δεχόμενος τα σβησμένα όνειρα
κατάλαβε πως από την αδυναμία σου
δημιούργησες την παρεξήγηση.
Συ που ονειρεύτηκες νάσαι
καθρέφτης καθαρός
της φωτεινής χάρης του ήλιου
νάναι μια στάλα που τον ήλιο αντανακλά
και απ' αυτόν μετά λειώνει και σβήνει
Μάη και Γιούνη το φεγγάρι τ' ολόγιομο
δυο μήνες περάσαν δίχως να το χαρείς.
Μπόρεσε τουλάχιστο καλύτερος να γίνεις
νικώντας τον πόνο που σε τρώει
σαράκι καθημερινό
που σε μακραίνει απ' ό,τι είσαι.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά 1988)

Κριτική βιβλίου

Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης
Ίταλο Καλβίνο
Εκδόσεις Καστανιώτη
2009
Σελ. 333

«Είναι ένα μυθιστόρημα με θέμα την ευχαρίστηση που νιώθουμε όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα. Πρωταγωνιστής είναι ο Αναγνώστης που αρχίζει δέκα φορές να διαβάζει ένα βιβλίο και που λόγω κάποιων γεγονότων ανεξάρτητων από τη βούλησή του, δεν κατορθώνει να τελειώσει ποτέ. Χρειάστηκε επομένως να γράψω την αρχή δέκα μυθιστορημάτων γραμμένων υποτίθεται από δέκα συγγραφείς, που όλοι κατά κάποιον τρόπο ήταν διαφορετικοί από μένα και διαφορετικοί μεταξύ τους…»
Με τα λόγια αυτά ο Ίταλο Καλβίνο παρουσίασε στο Μπουένος Άιρες το 1984 το μυθιστόρημά του που ξάφνιασε, συζητήθηκε και τελικά αγαπήθηκε όσο κανένα από τα έργα του. Tο Aν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, (πρώτη έκδοση 1979) υπήρξε όχι μόνο μια αξεπέραστη σπονδή στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος αλλά και το έργο που θεωρείται ότι άνοιξε νέους δρόμους για τη λογοτεχνία του 21ου αιώνα. Μερικοί το θεωρούν ως το αριστούργημα του Ίταλο Καλβίνο, κάποιοι άλλοι ένιωσαν αμήχανα όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει. Αμηχανία όμως προκαλεί και τώρα. Διαβάζεται εύκολα μόνο αν παρακάμψει ο αναγνώστης τη δοκιμιακή του διάσταση. Κάτι που αναιρεί την ουσία του και βεβαίως τη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Ο ίδιος ο δημιουργός του το θεωρούσε επιτομή όλου του έργου του.
Στα Ελληνικά επανεκδόθηκε με αναθεωρημένη τη μετάφραση καθώς και χρονολόγιο και εργογραφία στο τέλος. Πρόκειται για ένα κείμενο χωρίς αντιρρήσεις που έχει όμως ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις γύρω από τη δομή και το περιεχόμενό του.
Ο πολυσχιδής Καλβίνο μάς δείχνει πώς μπορείς να γράφεις μυθιστορήματα αποδίδοντας σε άλλους την πατρότητά τους και κρατώντας για τον εαυτό σου την απόλαυση της ανάγνωσης. Είναι σαφές ότι η προσπάθειά του εντοπίζεται στην ταύτιση με τον αναγνώστη και αποστασιοποιείται από τους δέκα φανταστικούς συγγραφείς που πλάθει για να δημιουργήσει το «απόκρυφο» μυθιστόρημά του. Ωστόσο ο ίδιος δήλωσε ότι τον διαπερνά η δημιουργική ενέργεια αυτών των δέκα ανύπαρκτων συγγραφέων.
Στόχος του Καλβίνο ήταν να καταδείξει το γεγονός πως το κάθε βιβλίο γεννιέται παρουσία άλλων βιβλίων, σε στενή σχέση και σε αντιπαράθεση με άλλα βιβλία. Πολλοί κριτικοί προσπάθησαν να εντοπίσουν μοντέλα και πηγές για να προσδιορίσουν αυτά τα δέκα incipit αλλά η διαδικασία ή η διαδρομή του συγγραφέα προτείνει δέκα διαφορετικές υφολογικές προσεγγίσεις αλλά και διαφορετική κάθε φορά σχέση με τον κόσμο γύρω από την οποία πυκνώνουν οι αντηχήσεις της προσωπικής και κοινωνικής μνήμης. Ο συγγραφέας θέτει ένα βασικό ερώτημα «Μπορεί κανείς να επιδιώξει το ξεπέρασμα του εγώ πολλαπλασιάζοντας τα εγώ;» και παράλληλα πυροδοτεί το διάλογο γύρω από την κοινωνιολογία της ανάγνωσης.
Ανάγνωση λοιπόν δέκα διαφορετικών (μήπως και συγκλινόντων;) αφηγημάτων για τα οποία κάποιοι ακαδημαϊκοί ισχυρίστηκαν ότι μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα. Έτσι έχουμε ένα αισθησιακό, ένα πνιγμένο στις υποψίες, ένα ενδοσκοπικό – συμβολικό, ένα λογικό και γεωμετρικό, ένα έντονα ερωτικό, ένα αρχέγονο, ένα αποκαλυπτικό, ένα επαναστατικό, ένα βίαιο, ένα γεμάτο εμμονές. Ο συγγραφέας συμβιώνει με τα δέκα ξεκινήματα και την μετέωρη εξέλιξη του καθενός και στην ουσία απεικονίζει την ανάγνωση μυθιστορημάτων που διακόπτονται. Ο φυσικός αποδέκτης και καρπωτής του μυθιστορηματισμού (ας επιτραπεί εδώ ο όρος) είναι ο ίδιος ο μέσος αναγνώστης. Κι αν σημασία έχει η γραφή πάντοτε, τότε και μαζί της, η ανάγνωση.
Δεν αντέχεται η πραγματικότητα για τον Αναγνώστη και την Αναγνώστρια που εμπλέκονται παράλληλα σε ένα ερωτικό (;) παιχνίδι και μια προσπάθεια να φτάσουν στο τέλος μιας ιστορίας. Οι ιστορίες όμως δεν τελειώνουν ποτέ. Κι αυτή η ανατροπή -ένα ρήγμα αλήθειας στη σκηνοθεσία, θα μπορούσε να αποτελέσει και μεθοδολογικό εργαλείο ψυχολογικής έρευνας ή εγχειρίδιο διαπεραστικής και διαπλατυμένης σκηνοθετικής άποψης. Αυτό το μπες βγες στο πραγματικό και το σκηνοθετικά πραγματικό οδηγεί και στο κέντρο της ανάγνωσης του βιβλίου που δεν είναι τόσο το «λογοτεχνικό» όσο το «μυθιστορηματικό».
Δύσκολο περίπτωση βιβλίου για κατακαλόκαιρο. Πάει καλύτερα το χειμώνα, όχι λόγω τίτλου αλλά γιατί τότε μαζεύεται ο αναγνώστης, περιορίζει το φαντασίωση και αναπτύσσει ίσως πιο πολύ τη δεκτικότητά του στην ανατροπή των άλλων και στο σισύφειο ημιτελές.




Έλενα Χρ. Σάββα

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Βιβλίο

Πικρά κεράσια
Δημήτρης Αλεξίου
Εκδόσεις Διόπτρα
Σελ. 434

Πρόκειται για ένα τρυφερό, ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα που καταγράφει τις προσωπικές ιστορίες των μελών μιας μικρασιατικής οικογένειας. Τριτοπρόσωπη αφήγηση, γοργός ρυθμός, ανατροπές και τα προσωπικά βιώματα εξελίσσονται παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα που σημαδεύουν την Ελλάδα από το 1922 μέχρι τις μέρες μας. Τρεις γενιές ανθρώπων, γάμοι, γεννήσεις, πάλη για επιβίωση, καταστροφές, δοκιμασίες, αρρώστιες και θάνατοι με τα κεράσια να έχουν πρωταγωνιστικό και καθοριστικά μοιραίο ρόλο. Ο έρωτας ως κινητήρια δύναμη ζωής και ο θάνατος ως μετάβαση ή ανάπαυση.
Η γραφή του Αλεξίου είναι ενδιαφέρουσα, ελκυστική και δεν κουράζει. Η πένα του αναδύει γλυκά νοσταλγικά αρώματα κι ανάγλυφες εικόνες, μιας άλλης εποχής,  που σε προκαλεί και σε προσκαλεί να την συναντήσεις, να την κατανοήσεις. Μια γυναικεία μορφή, δεσπόζει με την παρουσία της, σε κάθε σελίδα του βιβλίου και κερδίζει τις καρδιές των αναγνωστών του : Η Πλουσία σε αρετές, σε συναισθήματα, σε ψυχικές δυνάμεις. Τα κεράσια, άρρηκτα συνδεδεμένα μαζί της, αφού την διάλεξαν από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε κάτω από την κερασιά και της έδωσαν τη γλύκα, το χρώμα και την ομορφιά τους - ενίοτε και τη στυφάδα τους, και τη σκληράδα του κουκουτσιού τους...

Ο ξεριζωμός του ΄22, κατόρθωσε να βγάλει από την τροχιά της, την στρωμένη με κεράσια τρίχρονη ύπαρξή της, αλλά όχι και το χαμόγελο από το πανέμορφο μουτράκι της. Αρχικά στη Σάμο κι έπειτα στην Αθήνα, η Πλουσία και ό,τι απέμεινε απ' την οικογένειά της, πάλεψαν για μια καινούρια αρχή, με καινούριες συνθήκες, καινούρια πρόσωπα και καινούριες σχέσεις. Όσες φορές το καλά πληροφορημένο αισθητήριό της, έπιανε μια αλλαγή, εκείνη την απέδιδε στα κεράσια της, που κόκκινα στο αίμα της προανήγγελλαν είτε το σκιώδη καλπασμό του πολέμου του ΄40, είτε την απόγνωση της Κατοχής και του Εμφυλίου, είτε τα σκληρά χρόνια της Δικτατορίας και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είτε τον ερχομό ή την αναχώρηση από το σκηνικό της ζωής των αντρών που αγάπησε, πατεράδες, συζύγους, γιους, εγγόνια. Είναι ο αγώνας μιας γυναίκας και μιας οικογένειας να ζήσει καλά, αγαπώντας και φροντίζοντας ο ένας τον άλλο, με αλληλεγγύη, εντιμότητα και συχνά με αυταπάρνηση. Είναι η οικογένεια μιας γυναίκας που έζησε με πάθος και τόλμη, θέλοντας να γευτεί κάθε χαρά και κάθε θλίψη που η ζωή της χάριζε. Να γευτεί και το τελευταίο κουκούτσι από τα κεράσια της.
 Το κερασοκόριτσο, ισορροπεί ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, το γλυκό και το πικρό, την αλήθεια και το μυστήριο. Με αντοχές που μοιάζουν ανεξάντλητες, ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της, όπως η δεύτερη πατρίδα της που μέσα από την δική της ιστορία, ξεπετάγεται, μια λαβωμένη Ελλάδα που όσο κι αν κλονίζεται, δεν πέφτει, δεν χάνεται οριστικά, σηκώνει τα μανίκια κι ανασυγκροτείται.
Στα θετικά του βιβλίου, ο σεβασμός του συγγραφέα προς του ήρωές του, η χωρίς βία αναδίπλωση των χαρακτήρων, η αρρενωπή και γρήγορη ματιά του στα γεγονότα. Στα αρνητικά, το υπερβολικό στοιχείο των κερασιών που ενίοτε προσδίδει στην αφήγηση μια ρομαντική αφέλεια καθώς και η τοποθέτηση του συγγραφέα στα κοινωνικά φαινόμενα ή στις ατομικές επιλογές των προσώπων.

Έλενα Χρ. Σάββα