Λευκωσία 1989
Στίχοι θανάτου θυμίζουν το μικρό στρατιώτη
η επιδερμίδα του παρέμεινε ωραία
το παράπονό μας γίνεται σώμα
πάνω στην ώρα του θάβεται.
Κι ο θρήνος ήταν για τα άνθη μας.
Τον κλάψαμε τρεις ημέρες.
Ύστερα συνηθίσαμε
βγαίναμε χαράματα
σαν τον αμετανόητο ληστή:
κι αν είσαι μάγκας βγες
αν είσαι μάγκας βγες.
Εν τέλει
Οι ποιητές μάχονται ν’ ανέβουν στη λύπη
με τη χαρά στα σακίδια
να σώσουν τα θαύματα και τους αγίους
που αγάπησαν.
Δεν είναι νησί ο τόπος μας
ένα κουβάρι μόνο που μαζεύεται
τεντώνεται κι αναδιπλώνεται
αδιαλείπτως.
Η ποίηση ανεβαίνει στην άσκηση
εν πομπή
με κεριά και λαμπάδες.
Κατεβαίνει στον πόνο μοναχή και λάμπουσα
με ένδυμα νυμφώνος καθαρό
από λογής – λογής αγνότητες κι ιδανικά.
Η ποίηση είναι «μνήμη, μνήμα, μνημείο»
και τα πουλιά του σκαλιστή
στ’ αμπέλια της Παναγίας
η νυχτερινή της μεταμόρφωση.
Γονυκλισία ατέλειωτη που καταργεί το τέλος.
Να τώρα μαζεύει τα ρούχα της
και κλείνεται στην ερημιά με πείσμα.
Νένα Φιλούση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου