Παρουσίαση του βιβλίου της Νένας Φιλούση «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω», Εκδόσεις Παράκεντρο, 2010
Τρίτη, 29 Μαρτίου 2011, Μπουάτ «Ουτοπία»
από τη ποιήτρια Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου
Γιατί μια ποιήτρια γράφει διηγήματα, όταν το απόσταγμα του ψυχισμού της διοχετεύεται με τόση ευστοχία σε ποίηση; Όταν γι’ αυτήν, σύμφωνα με τη δική της καταγραφή
«η ποίηση είναι μνήμη, μνήμα, μνημείο»
γονυκλισία ατέλειωτη που καταργεί το τέλος.
(Ποίημα «Εν τέλει», από την ποιητική συλλογή
«Μνημοροή», Ιωλκός, Αθήνα 2002)
Ο αφηγηματικός λόγος, όπως όλοι γνωρίζουμε, αναλύει τον στοχασμό, επεξηγεί, περιγράφει μέσω προσώπων που δρουν, ενώ ο ποιητικός κυρίως συνθέτει μέσω εικόνων, υπονοεί και συμπυκνώνει την ουσία της ύπαρξης. Η ποιήτρια Νένα Φιλούση έχει την ανάγκη ν’ αφηγηθεί πώς και γιατί είναι γυναίκα ποιήτρια. Ποιες συγκυρίες, ποια πρόσωπα, ποια βιώματα διαμορφώνουν το πνευματικό και ψυχικό της υπόβαθρο και σφραγίζουν την πορεία της. Ποιες συγκινήσεις εισπράττει ως ποιήτρια, ποιες απόψεις έχει για «το πρόσωπο της αξιοπρέπειας», το πρόσωπο του αγώνα, τον πόλεμο, την εργατική τάξη και την εξουσία, τα νεανικά απωθημένα, τις κοινωνικές νόρμες (κυρίως το γάμο από αυτές), τις ηθικές δεσμεύσεις, τον έρωτα. Και ο τρόπος βέβαια είναι η αφήγηση. Ένας εσωτερικός μονόλογος ή αν θέλετε αυτοδιάλογος με μεγάλη ενίοτε δόση χιούμορ, ειρωνεία, γοργή στιχομυθία με πολλά ερωτηματικά και για τούτο ελκυστική αφήγηση που επίκεντρό της είναι το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα. Το θήλυ σε σχέση με όλους τους δεσμούς, (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που συνυπάρχουν στη ζωή της. Πριν και μετά την αυτογνωσία της.
Το βιβλίο, που παρουσιάζουμε απόψε αφιερώνεται σε μια άλλη γυναίκα, την αδελφή της συγγραφέως. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Από βασιλέα γενιά» η αφηγήτρια μάλιστα δηλώνει για τα απωθημένα και τα χρωστούμενα της συγγραφικής τέχνης: (σελ. 18)
Συγγραφέας εγώ έπρεπε να ήμουν κι όχι αυτή. Συγγραφείς δε γίνονται αυτοί που έχουν απωθημένα και κάθονται πίσω και παρακολουθούν τους άλλους; Ε, αυτή είμαι εγώ. Η Ευγενούλα να ζει τις περιπέτειες κι εγώ να τις γράφω. Αυτό είναι το σωστό. Ατύχησα όμως πάλι. Το είπε πρώτη!
Σιγά δηλαδή που θα γίνει συγγραφέας η Ευγενούλα! Όπως την εποχή που έγραφε ποιήματα ο πατέρας για το φεγγάρι και τις επιθυμίες (μα το Θεό, έβλεπε τις επιθυμίες μες στο φεγγάρι) ώσπου αρρώστησε η μάνα μου και πέθανε και κόπηκε και η ποίηση. Το γράψιμο, κυρά μου, θέλει αφοσίωση κι εσένα ο κώλος σου καθισιό δεν έχει. Από την άλλη σκέφτομαι, αν γίνει αυτή συγγραφέας, θα με βάλει κι εμένα μες στα βιβλία της ή θ’ ασχοληθεί μόνο με τις ερωτικές της αποθηκεύσεις;
Μόνο που δε θα το αντέξω, αν καταφέρει να γίνει συγγραφέας η Ευγενούλα. Θα πεθάνω. Τι ζωή είναι τούτη τέλος πάντων που χαρίζεται στις Ευγενούλες και παιδεύει τους άλλους να βγάλουν λες τα χρωστούμενα;
Τα δέκα διηγήματα της Νένας Φιλούση «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω» από τις εκδόσεις Παράκεντρο (που συγχαίρομε για τη λιτότητα και αρτιότητα του σχεδιασμού τους) έχουν ακριβώς ως τίτλο μια καθοριστική φράση για τη μοίρα της γυναίκας, την οποία διαπραγματεύεται η συγγραφέας, είτε αυτή είναι η γυναίκα που επιστρέφει αναζητώντας τον παιδικό της έρωτα, είτε είναι η γυναίκα που δεν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό της, χήρα με παιδιά, λόγω του πολέμου του 74, αλλά ούτε και να επιτρέψει λόγω των κοινωνικών στεγανών στον εαυτό της την ελεύθερη επιλογή μιας νέας ζωής. Η γυναίκα κόρη, νιόπαντρη, η γυναίκα έγκυος, η γυναίκα στέρφα, η μάνα, η πεθερά, η ερωμένη, η εξαπατημένη σύζυγος, η εγκαταλελειμμένη σύζυγος, η γυναίκα με ένα παρελθόν σχιζοφρενικό κι ένα μέλλον ευοίωνο. Η γυναικεία ψυχοσύνθεση χωρίς τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων της ύπαρξής της, έρμαιο της θηλυκότητάς της ή θύμα των ανδρικών επιθυμιών, εγκλωβισμένη στο ρόλο, που της προδιαγράφουν οι άλλοι, (ο παράνομος έρωτας π.χ. στο διήγημα «Το σπίτι»), παρουσιάζονται από τη συγγραφέα, που αφηγείται πάντα σε πρώτο πρόσωπο με τη ζωντάνια και αμεσότητα που διαθέτει ο λόγος της, αποδεικνύοντας ότι και σ’ αυτό τον αποκλεισμό που επιβάλλεται στο φύλο της (ο άντρας θέλοντας να διατηρεί και την οικογένεια και την ερωμένη ενοικιάζει ένα σπίτι για τον κρυφό έρωτά τους) η γυναίκα μπορεί να έχει συνειδητά τις δικές της επιλογές. Το συγκεκριμένο διήγημα μου θυμίζει το δοκίμιο της Βιρτζίνια Γουλφ με τίτλο “A room of One’s own”, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1929 και είναι βασισμένο σε μια σειρά διαλέξεων που είχε δώσει σε δύο κολλέγια γυναικών του Πανεπιστημίου του Cambridge το 1928 η Βιρτζίνια Γουλφ με θέμα «Γυναίκες και μυθοπλασία». Δεν γνωρίζω αν η Νένα Φιλούση το είχε διαβάσει πριν γράψει το δικό της αυτό διήγημα, αλλά ακριβώς, ως πνευματικός άνθρωπος η Νένα, θεωρώ ότι συναντά την Αγγλίδα αυτή σπουδαία συγγραφέα που τα μυθιστορήματα και δοκίμιά της επηρέασαν βαθύτατα την αγγλική φιλολογία. Η Βιρτζίνια Γουλφ υποστήριζε ότι η χειραφέτηση της γυναίκας από την πατριαρχία θα προέλθει μέσα από τη συνειδητοποίηση του δικαιώματος να εξασφαλίσει ένα δικό της χώρο, ένα δικό της δωμάτιο, μέσα στο οποίο απερίσπαστη από οικογενειακές και οικονομικές υποχρεώσεις θα μπορεί ως άνθρωπος και ως συγγραφέας να σκέφτεται και να δημιουργεί. Η Νένα Φιλούση τελειώνει το διήγημά της «Το σπίτι» με τα ακόλουθα σχετικά λόγια:
«Πρέπει να σώσω τις ώρες που όλα έξω σιωπούν και μένω με το μέσα μου. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρω το σπίτι! Το οποίο βέβαια θα προστατεύω από κάθε επιβουλή. Και τότε, α, τότε θα παίζω με δικούς μου κανόνες!».
Στο διήγημα «Ζωή που δεν μοιράζεται» με την αφηγηματική τεχνική in media res, δηλ. αρχίζοντας από το μέσον της υπόθεσης, η συγγραφέας παρουσιάζει την πανάρχαια πάλη του καλού με το κακό με φορέα την κοινωνία και δέκτη τη γυναίκα. Αφορά τη δημιουργική δύναμη που κρύβει μέσα της η γυναίκα και μπορεί να απελευθερώσει μέσα σε θετική ατμόσφαιρα αποδοχής και αγάπης, ενώ η δύναμη του μίσους γίνεται επίσης καθρέφτης για να καταλήξει σ’ αυτό που οι άλλοι θέλουν με απέχθεια να προβάλουν σ’ αυτήν. Η σχιζοφρένεια νικιέται, υπερβαίνεται, και η ζωή συνεχίζεται μ’ αισιοδοξία παρόλον ότι γίνεται η διαπίστωση ότι η ζωή ξοδεύεται άδικα και δεν εξαργυρώνεται ποτέ τούτο το παρελθόν. Υπάρχει τίμημα. Τίμημα βαρύ υπάρχει και στο διήγημα «Της κυρίας Περσεφόνης το παιδί», γιατί η Περσεφόνη επέλεξε να μην μείνει άκληρη πηγαίνοντας ενάντια στον καταναγκαστικό ατελέσφορο γάμο της και την κλειστή κοινωνία του χωριού, μια γυναίκα με καλλιτεχνική φύση που έπαιξε με τους δικούς της κανόνες, καταδικασμένη στη σιωπή και την απόρριψη.
Διαβάζοντας μια συλλογή διηγημάτων πάντοτε ξεχωρίζεις ένα ή δύο διηγήματα, που σου αρέσουν περισσότερο από τα άλλα για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Στην περίπτωση της Νένας Φιλούση και του βιβλίου της «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω», δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις ότι το καθένα σε γοητεύει με τη δική του δυνατή έμπνευση και γραφή.
Το διήγημα με τίτλο «Το νόου της Ευγενίας» αφορμάται από μια γνωστή κι αληθινή ιστορία από τα χρόνια του Απελευθερωτικού Αγώνα του ’55 – ’59. Ξεκινά με την αναπόληση της συγγραφέως (αφηγήτρια και συγγραφέας ταυτίζονται σε όλα τα διηγήματα) μέσα από φωτογραφία της ηρωίδας της. Πώς ήταν και πώς την φανταζόταν και θυμάται τη συνάντηση μαζί της και την εκ βαθέων μαρτυρία της για το γεγονός. Την αναγνώριση τριών νεκρών αγωνιστών από τους συγγενείς τους με την προειδοποίηση να μη φανεί η συγκίνηση ούτε και η σχέση τους με τους νεκρούς. Να μην κλάψει η σύζυγος του νεκρού, η Ευγενία. Να μην αναγνωρίσει τον άντρα της. Να νικήσει την καρδιά και το κορμί της. Να μη συσχετιστεί η ενέδρα εναντίον των Άγγλων με την ομάδα των αγωνιστών του χωριού. Να κερδίσει χρόνο η ομάδα. Και είπε το νόου η Ευγενία. «Ένα νόου σχεδόν αληθινό» για τον αγνώριστο νεκρό που είχε μπροστά της. Ποιες είναι όμως οι συνέπειες για μια χήρα γυναίκα; Γράφει η συγγραφέας: (σελ. 52)
Μοναξιά. Κυρίως αυτό. Ο κόσμος είναι σκληρός. Εμένα πού μ’ άφηκε τούτος ο αγώνας; Η ενέδρα στο γιοφύρι της Καλόβρυσης έκοψε τη ζωή μου στα δυο. Κι εκείνο το νόου που ξεστόμισα, σαν να αρνήθηκα όχι μόνο τον Παναγιώτη, όχι... τη ζωή μου ολάκερη. Κοίτα που έζησα τόσα χρόνια μόνη μου... Για δε με παίρνει ο Θεός;
Καλά το είπα, με ξέχασε ο Θεός. Μου γύρισε την πλάτη. Μου είπε νόου!
.......................................................................................................................
Φάε το γλυκό σου, το πέτυχα φέτος το νεράτζι. Άραγε ξέρει εγγλέζικα ο Θεός;
Η Νένα Φιλούση εισχωρεί στις μύχιες σκέψεις της γυναίκας και στο τίμημα που πλήρωσε με πολλούς τρόπους, κυρίως το τίμημα της οδύνης και της μοναξιάς, ενώ εν τω μεταξύ η αγάπη, η αφοσίωση, η τρυφερότητα, ο σεβασμός μιας ολόκληρης έγγαμης ζωής είναι παρόντα, δεδομένα, χωρίς βέβαια ανταπόδοση. Το διήγημα με το εξομολογητικό του ύφος (από την ηρωίδα της προς την αφηγήτρια) υπενθυμίζει ξανά τη μοίρα, την παντοία συνεισφορά των γυναικών στον Αγώνα, την υπέρβαση του ατομικού εγώ με όλα όσα συνεπάγεται για την ανθρώπινη πλευρά της γυναίκας ως προσώπου. Το νόου της Ευγενίας είναι αληθινό και το διήγημα αριστοτεχνικά δοσμένο. Δυνατή η έμπνευση, δυνατή και η γραφή, όπως και στο διήγημα «Η ουλή μου», για το οποίο διερωτάσαι, πώς μέσα σε εφτά σελίδες πετυχαίνει η συγγραφέας να δώσει την έφηβο αγωνίστρια τον καιρό του Αγώνα, τον αναπάντεχο και ιδανικό έρωτά της για έναν ήρωα, τα βασανιστήρια που υπέστη και τα βιώματα που κουβαλά, τον αδιέξοδο έγγαμο βίο της, τη στειρότητά της, τη σχέση με το σώμα της και την αρρώστια του καρκίνου, τις αληθινές αυθεντικές σχέσεις, σε τελική ανάλυση που σημαδεύουν ανεξίτηλα μια ζωή, σε αντιπαράθεση με τις συμβατικές, που δεν αντέχονται. Η ουλή κυριαρχεί, σωματική και ψυχική, ουλή από τα βασανιστήρια, ουλή από τον καρκίνο και δεν μπορεί να συμβιβαστεί η μνήμη με τη ρηχότητα της σημερινής της καλοπέρασης. Η μνήμη γίνεται ουλή που πονεί και διαμορφώνει το τώρα, και η ηδονή του καπνίσματος (έχουμε ως τέχνασμα ένα αιτιολογημένο ελεγείο για το κάπνισμα) ενεργοποιεί τη μνήμη και την εκτονώνει. Εδώ δεν μπορώ παρά να θυμηθώ και τους στίχους της ποιήτριας για να φανεί και η διαφορά ποίησης και πεζογραφίας
Η λύπη και η ποίηση έχουν μια συγγένεια
την εσωτερική αυλή
και κάθε που πάω να σε φιλήσω
χρυσός σταυρός μπαίνει στο στόμα μου
και το ματώνει (από το ποίημα με τίτλο «Από πάντα», Συλλογή «Μνημοροή», Ιωλκός, Αθήνα 2002).
Αναφέρθηκα στο τέχνασμα του καπνίσματος, η επιτυχία του οποίου αναδεικνύει τη διαφορά αντιλήψεων και την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ του ανδρογύνου. Διαβάζω από το διήγημα «Η ουλή μου» (σελ. 53).
Τα αγοράζω κρυφά. Δεν έχει σημασία η μάρκα, μα τούτα δω τα γαλάζια με την κίτρινη γραμμούλα μ’ αρέσουν πιο πολύ. Κάνω ένα πριν πλύνω τα πιάτα, ενώ ο Νικόλας διαβάζει εφημερίδα στο σαλόνι που το πιάνει κι ο ήλιος. Άλλο ένα άμα τελειώσω από την κουζίνα και δυο ή τρία το βράδυ, αναλόγως. Τη νύχτα αργά μ’ αρέσει πιο πολύ. Γενικά τα τσιγάρα πάνε με τις νύχτες.
Ο Νικόλας λέει πως δεν είναι μόνο οι αρρώστιες που κυνηγούν τους καπνιστές, είναι και το ίμεϊτζ. Ειδικά της γυναίκας. «Μερικές καπνίζουν σαν άντρες», λέει σχεδόν με έκπληξη. Όχι ακριβώς ανήθικο, «μα τον καιρό που ήμουν εγώ νέος, κάπνιζαν οι αριστερές και οι ξετσίπωτες. Τώρα καπνίζουν όλες! Και το σινάφι της νύχτας βέβαια χωρίς εξαίρεση!»
Κάθε του λέξη τονίζει την άρνηση και τη σιγουριά για την άποψή του. Μάτια, φρύδια, χέρια, στήθος, ρουθούνια, όλα προς τα πάνω, ένα τεράστιο όχι στο κάπνισμα, στις γυναίκες που καπνίζουν, στις γυναίκες γενικά.
Εγώ όμως καπνίζω. Είναι μια δική μου, μια κατάδική μου απόλαυση. Ίσως και η μόνη.
Ρουφάω και ξαναρουφάω και πια θαρρώ πως φεύγω εντελώς από δω που ανάγκασα την ψυχή μου να δεθεί. Συχνά καπνίζω εδώ, στο παράθυρο της κουζίνας και κοιτάω κάτω τις ελιές και μακριά τη θάλασσα. Άλλοτε πάλι βγαίνω στο μπαλκονάκι, μόλις που χωράει έναν άνθρωπο, εγώ, οι σκούπες και τα καλάθια για τα σκουπίδια.
Και σ’ αυτό το διήγημα η υποτιθέμενη απάντηση στον τίτλο «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω» θα αποκάλυπτε τα ερείσματά της και το νόημα που έδωσε στην ύπαρξή της ο έρωτας ενός αγώνα και θα έσωζε τη ζωή και κυρίως το γάμο. Γάμο παριστάνει και το εξώφυλλο του βιβλίου, έργο του ζωγράφου Αργύρη Κωνσταντίνου από τη σειρά «Νύφες», υποδεικνύοντάς μας τον θεματικό άξονα του βιβλίου.
Στο τελευταίο διήγημα παρουσιάζεται η γυναίκα, που συνειδητά επιλέγει πλέον να ζει με ένα σύζυγο και δυο εραστές και επιθυμεί να εκπλήξει και τον ψυχαναλυτή της, ασκώντας και σ’ αυτόν τις δυνάμεις της, να τον κάνει να την ερωτευτεί, εκτός από τη βοήθεια που του ζητά, να βάλει τάξη στη σύγχυσή της. Σ’ αυτό το διήγημα η γυναίκα που μπορεί να εξουσιάζει τις ζωές των άλλων δεν είναι θύμα κανενός, μπορεί να αγαπά τον εαυτό της, να οργίζεται και να χειρίζεται τη ζωή της, όπως επιθυμεί, μέχρι παραλογισμού. Περνά τα όρια, γίνεται θύμα του εαυτού της, αλλά είναι πλέον ικανή να διευθύνει και να κατευθύνει τη ζωή της και τις ζωές των άλλων προς όφελός της. Μια ευφυής συζήτηση με τον ψυχαναλυτή της μέχρι τα άκρα είναι ο τρόπος της συγγραφέως να περιγράφει τα τεκταινόμενα.
Θα ήθελα επίσης επιλεκτικά να αναφερθώ σε βασικά ερωτήματα που θέτει η Νένα Φιλούση, υπαρξιακά, μεταφυσικά, κοινωνιολογικά ερωτήματα: π.χ.
- Ζωή που ξοδεύεται τι είναι; Δική μας ή των άλλων;
- Έλεος για μένα (τη γυναίκα) δεν υπάρχει;
- Υπάρχει δικαιοσύνη;
- Ποιο είναι το λάθος μου;
Φράσεις επίσης, όπως οι ακόλουθες δείχνουν συμπυκνωμένη όλη την τέχνη του αφηγηματικού της λόγου:
Έχει μεγάλα λυπημένα μάτια που κολυμπώ μέσα τους με όλους μου τους καημούς. (Διήγημα «Ζωή που δεν μοιράζεται», σελ. 78).
Πρέπει να κτυπηθώ με τη μνήμη μου (Διήγημα «Η ουλή μου» σελ. 56).
Κι ακούστε μια παράγραφο, όλη διατυπωμένη με ερωτήσεις (δέκα προτάσεις ίσον δέκα ερωτήσεις) πώς πετυχαίνει κι αναδεικνύει την προσωπικότητα της ηρωίδας στο διήγημα «Η γειτονιά τιμάει τον Άρη» (σελ. 41).
Εγώ γιατί δεν υπολόγισα ποτέ τα χρόνια του; Γιατί ονειρεύτηκα αυτόν τον άνθρωπο; Με ποιο δικαίωμα; Και γιατί ήρθε; Γιατί είπε θα ξανάρθει; Γιατί να μπει μες στο φτωχόσπιτο έτσι, μήπως μας λυπάται; Είναι δυνατόν ν’ αγοράζει πάστες και να πηγαίνει στα σπίτια των εργατριών για κείνο το ανθρώπινο πρόσωπο της εταιρίας που λένε τα αφεντικά; Και το Αγγελικούλα, γιατί το είπε;
Η απραγματοποίητη ευχή με το αναπάντητο ερώτημα του τίτλου «Ας ρώταγες ποιον αγαπάω» είναι φράση-κλειδί, που διαπερνά όλα τα διηγήματα.
Η συγγραφέας ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας το γυναικείο είναι με φυσικότητα, πληρότητα και αλήθεια. Περιγράφει την ψυχολογία της γυναίκας σε όλες τις εκφάνσεις της ηλικίας της, τα ταμπού που βιώνει, την απουσία αυτοελέγχου και πρωτοβουλίας, τη θυματοποίηση και τις αυτοκαταστροφικές της τάσεις αλλά και τη δυναμική που μπορεί ν’ αναπτύξει μέσα από τα αποθέματα της ψυχής της και την αυτογνωσία που μπορεί να αποκτήσει εξισορροπώντας τη δική της ζωή και των άλλων πληρώνοντας το τίμημα. Διαβάζομε διηγήματα με συνεκτικό άξονά τους τη γυναικεία ύπαρξη, σε σχέση πάντα με το αντίπαλον δέος, τον άντρα και τη δική του εσωτερική κι εξωτερική πορεία.
Επομένως στη σειρά των αξιόλογων του είδους νεότερων διηγηματογράφων προστίθεται και η καλή ποιήτρια Νένα Φιλούση. Νιώθω τυχερή, που διάβασα αυτό το βιβλίο και διάβηκα μέσα από τόσες γυναικείες αισθαντικότητες, μοίρες, ρόλους, διαδρομές, ψυχοσυνθέσεις, που υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στην πραγματική ζωή γιατί τα διηγήματα της ποιήτριας Νένας Φιλούση πιστοποιούν τη ζωή. Τόση ικανότητα στην απόδοση των χαρακτήρων ανδρών και γυναικών, τόση ανάλυση του ψυχισμού, τόση ουσία ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου