Η ταπείνωση
Φίλιπ Ροθ
Μετάφραση : Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πόλις 2010
Σελ. 170
Ο πολυβραβευμένος Αμερικανός συγγραφέας Φίλιπ Ροθ, στο τριακοστό του βιβλίο, "Η ταπείνωση", επεκτείνει τους στοχασμούς του πάνω στη θνητότητα και το τέλος ("Καθένας", "Φεύγει το φάντασμα") και την ειρωνική αναδρομή στη νεότητα και τις χαμένες της ευκαιρίες ("Αγανάκτηση"), γράφοντας άλλο ένα βασανιστικό και ωμό βιβλίο, στο κλίμα των τελευταίων του έργων.
Ο πετυχημένος και διάσημος ηθοποιός του αμερικανικού θεάτρου για δεκαετίες , Σάιμον Άξλερ, στα εξήντα του χρόνια, αποξενώνεται από την τέχνη του και διαπιστώνει πανικοβλημένος ότι έχει απολέσει το ταλέντο του να σαγηνεύει. Ο Φάλσταφ, ο Πέερ Γκυντ, ο Βάνιας, όλοι οι μεγάλοι του ρόλοι , "έχουν λιώσει κι έγιναν άνεμος, διάφανος άνεμος". Όταν ανεβαίνει στη σκηνή, αισθάνεται παράφρονας ενώ προσπαθεί με αγωνία να κρύψει την αδυναμία του. Φαντάζεται ότι το κοινό του τον λοιδορεί και τον χλευάζει αφού δεν κατορθώνει πια να υποκριθεί πειστικά ότι είναι κάποιος άλλος. "Κάτι θεμελιώδες έχει εξανεμιστεί". Η σύζυγός του έχει φύγει, το κοινό του τον έχει εγκαταλείψει, ο ατζέντης του δεν μπορεί να τον πείσει να ξαναγυρίσει στο θέατρο. Βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο βαθειά υπαρξιακή του κρίση και οικειοθελώς νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική για ένα διάστημα νιώθοντας βαθιά ταπεινωμένος, χωρίς να μπορεί να ελπίσει σε οτιδήποτε.
Και ξαφνικά, εκεί που τίποτα πια δεν περιμένει, εισβάλλει στην απογυμνωμένη καθημερινότητά του, μια παλιά του γνώριμη, κόρη παλιών συναδέλφων και του δημιουργεί πάλι όρεξη για ζωή. Συνδέονται ερωτικά και μπλέκονται σε έναν έρωτα ενθουσιώδη και παράτολμο, αρρωστημένο και παράφορο. Και ενώ περιμένουμε ο έρωτας αυτός να του φέρει σταθερότητα και ηρεμία, αντιθέτως, τον οδηγεί και πάλι στην ανασφάλεια και το αδιέξοδο. Οι ερωτικές περιγραφές είναι τολμηρές χωρίς όμως να ενοχλούν, αντιθέτως, αποδίδουν με σαφήνεια την αρρωστημένη και τραγική για τον πρωταγωνιστή τελικά σχέση του, με την πολύ νεότερη γυναίκα. Προσπαθεί να κρατηθεί από αυτή τη σχέση και να την κρατήσει από φόβο μην έρθει το τέλος. Μέχρι που ο φόβος του επιβεβαιώνεται και αποφασίζει να γράψει το δικό του ολοκληρωτικό τέλος, σκηνοθετώντας με επιτυχία το τελευταίο ρόλο της ζωής του, αυτόν του αυτόχειρα, χωρίς θεατές αυτή τη φορά.
Ο Ροθ, με τη γνωστή κοφτερή του γλώσσα για άλλη μια φορά, γράφει ένα μυθιστόρημα για την απόγνωση και τον πανικό που δημιουργεί το πέρασμα του χρόνου. Ένα σκοτεινό βιβλίο για τη θνητότητα, την απόγνωση. Το ερώτημα που παραμένει ωστόσο στον αναγνώστη είναι πώς μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να διαχειριστεί τη φθορά και τη μοναξιά του σ’ έναν κόσμο δύναμης και πολυτέλειας, αυτάρκειας και φιληδονίας.
Σάββατο 30 Ιουλίου 2011
Βιβλίο
Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε το θάνατο
Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία
Αγαθή Δημητρούκα
Εκδόσεις Πατάκη
2010
Σελ. 236
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου και η σύντροφός του τα τελευταία χρόνια στη ζωή τον μνημονεύει με τον πιο όμορφο και αξιοπρεπή τρόπο. Ένα μεγάλο μέρος στην αυτοβιογραφία της αναφέρεται στο μεγάλο αυτό Έλληνα στιχουργό που καθόρισε καταλυτικά την πορεία της στην τέχνη και στη ζωή.
Σημειώνει κάπου η συγγραφέας: “Το όνομά του το πρωτάκουσα από το ραδιόφωνο, όταν ο εκφωνητής ανακοίνωσε: «Ακολουθεί ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος, του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου». Ήμουν περίπου οκτώ χρονών, σ’ ένα χωριό του Μεσολογγίου. Συνέχισα να εντυπωσιάζομαι από τους στίχους του, από τις εικόνες που δημιουργούσαν και τους συνειρμούς, και μεγαλώνοντας τόλμησα να του στείλω τα εφηβικά μου στιχουργήματα. Ήμουν στα δεκάξι πια κι εκείνος λίγο πάνω απ’ τα εξήντα. Την επόμενη χρονιά με κάλεσε κοντά του. Μείναμε μαζί δεκαεπτά χρόνια• τα τελευταία της δικής του σοφής ζωής, τα πρώτα της ενήλικης δικής μου.”
Η Δημητρούκα από μικρή θαύμαζε τον ηρωισμό και αργότερα την τέχνη ως αποκόλληση από το στατικό, ως εκτίναξη προς την ελευθερία, «κι ας είναι στιγμιαία η διάρκειά της και υπονομευμένη από το θάνατο».
Με ανήμπορο πατέρα, αεικίνητη μάνα, φτωχό σπίτι, τραγούδια νυχτερινά με τους γειτόνους, εύφορα πεδινά τοπία και έναν λαχανόκηπο - παράδεισο των παιδικών της χρόνων σηκώνει βάρη δυσανάλογα για την ηλικία και το κορμάκι της. Όπως πολλά παιδιά της επαρχίας. Χρόνια αργότερα θα συνειδητοποιήσει μεταφράζοντας τον Δον Κιχώτη πως στον ήρωα του Θερβάντες συναντά τον πατέρα της και στην Εκάβη τη μάνα της. Ωστόσο τα φωτεινά καλοκαίρια με τα καρπούζια, το ψάρεμα και τις υπαίθριες συναθροίσεις, οι αγροτικές ασχολίες, οι καρποί της γης και τα ζωντανά της οικογένειας συμπράττουν με την ενοχή, το φόβο τη μοναξιά και την επαναστατικότητά της σε όλο το βιβλίο. Η παιδική κι εφηβική ζωή της υπήρξε δύσκολη ως τραγική. Εκείνα τα χρόνια το φως πορεύτηκε με το σκοτάδι.
Η μαθητεία της κοντά στον Γκάτσο στάθηκε κινησιουργός και αληθινή. Το αποτέλεσμα ήταν η μόρφωση και η διαδρομή της στα γράμματα. Το βιβλίο γράφτηκε με μιαν ανάσα και διαβάζεται ακριβώς έτσι. Χωρίς μελοδραματισμό ή περιττές αυτοαναλύσεις. Διάσπαρτοι στο κείμενο και οι στίχοι που έγραψε ο Γκάτσος ή η ίδια ή και μαζί και μελοποιήθηκαν από το Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο ή άλλους.
Δεν είμαι σίγουρη αν το βιβλίο γράφτηκε για να ξορκίσει φόβους και φαντάσματα ή για να καταγράψει τη σχέση της με τον ποιητή της Αμοργού και την πορεία της προς την ενηλικίωση. Μια μετάβαση που τη βιώνει με πόνο και νόστο. Αυτό που αντιλαβμάνεται ο υποψιασμένος αναγνώστης είναι η διακριτικότητα και η ευαισθησία, η γενναιοψυχία και η ειλικρίνεια με την οποία αγγίζει και παρουσιάζει τόσο την πορεία της προς την ενηλικίωση όσο και τη γνωριμία της με τον Γκάτσο και άλλους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης όπως ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, η Μούσχουρη, ο Χρονάς, ο Λορεντζάτος, ο Αρανίτσης κά. Στις επετείους λέγονται πολλά. Το καλύτερο μνημόσυνο για τον Γκάτσο είναι το βιβλίο της Δημητρούκα. «Γιατί (ο Γκάτσος ) ήθελε να ακυρώσει την ευθεία. Το κατάλαβα όταν είδα το καρδιογράφημα του τέλους: ευθεία οδός, ο θάνατος. Η ζωή προχωράει με τεθλασμένες.»
Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία
Αγαθή Δημητρούκα
Εκδόσεις Πατάκη
2010
Σελ. 236
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου και η σύντροφός του τα τελευταία χρόνια στη ζωή τον μνημονεύει με τον πιο όμορφο και αξιοπρεπή τρόπο. Ένα μεγάλο μέρος στην αυτοβιογραφία της αναφέρεται στο μεγάλο αυτό Έλληνα στιχουργό που καθόρισε καταλυτικά την πορεία της στην τέχνη και στη ζωή.
Σημειώνει κάπου η συγγραφέας: “Το όνομά του το πρωτάκουσα από το ραδιόφωνο, όταν ο εκφωνητής ανακοίνωσε: «Ακολουθεί ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος, του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου». Ήμουν περίπου οκτώ χρονών, σ’ ένα χωριό του Μεσολογγίου. Συνέχισα να εντυπωσιάζομαι από τους στίχους του, από τις εικόνες που δημιουργούσαν και τους συνειρμούς, και μεγαλώνοντας τόλμησα να του στείλω τα εφηβικά μου στιχουργήματα. Ήμουν στα δεκάξι πια κι εκείνος λίγο πάνω απ’ τα εξήντα. Την επόμενη χρονιά με κάλεσε κοντά του. Μείναμε μαζί δεκαεπτά χρόνια• τα τελευταία της δικής του σοφής ζωής, τα πρώτα της ενήλικης δικής μου.”
Η Δημητρούκα από μικρή θαύμαζε τον ηρωισμό και αργότερα την τέχνη ως αποκόλληση από το στατικό, ως εκτίναξη προς την ελευθερία, «κι ας είναι στιγμιαία η διάρκειά της και υπονομευμένη από το θάνατο».
Με ανήμπορο πατέρα, αεικίνητη μάνα, φτωχό σπίτι, τραγούδια νυχτερινά με τους γειτόνους, εύφορα πεδινά τοπία και έναν λαχανόκηπο - παράδεισο των παιδικών της χρόνων σηκώνει βάρη δυσανάλογα για την ηλικία και το κορμάκι της. Όπως πολλά παιδιά της επαρχίας. Χρόνια αργότερα θα συνειδητοποιήσει μεταφράζοντας τον Δον Κιχώτη πως στον ήρωα του Θερβάντες συναντά τον πατέρα της και στην Εκάβη τη μάνα της. Ωστόσο τα φωτεινά καλοκαίρια με τα καρπούζια, το ψάρεμα και τις υπαίθριες συναθροίσεις, οι αγροτικές ασχολίες, οι καρποί της γης και τα ζωντανά της οικογένειας συμπράττουν με την ενοχή, το φόβο τη μοναξιά και την επαναστατικότητά της σε όλο το βιβλίο. Η παιδική κι εφηβική ζωή της υπήρξε δύσκολη ως τραγική. Εκείνα τα χρόνια το φως πορεύτηκε με το σκοτάδι.
Η μαθητεία της κοντά στον Γκάτσο στάθηκε κινησιουργός και αληθινή. Το αποτέλεσμα ήταν η μόρφωση και η διαδρομή της στα γράμματα. Το βιβλίο γράφτηκε με μιαν ανάσα και διαβάζεται ακριβώς έτσι. Χωρίς μελοδραματισμό ή περιττές αυτοαναλύσεις. Διάσπαρτοι στο κείμενο και οι στίχοι που έγραψε ο Γκάτσος ή η ίδια ή και μαζί και μελοποιήθηκαν από το Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο ή άλλους.
Δεν είμαι σίγουρη αν το βιβλίο γράφτηκε για να ξορκίσει φόβους και φαντάσματα ή για να καταγράψει τη σχέση της με τον ποιητή της Αμοργού και την πορεία της προς την ενηλικίωση. Μια μετάβαση που τη βιώνει με πόνο και νόστο. Αυτό που αντιλαβμάνεται ο υποψιασμένος αναγνώστης είναι η διακριτικότητα και η ευαισθησία, η γενναιοψυχία και η ειλικρίνεια με την οποία αγγίζει και παρουσιάζει τόσο την πορεία της προς την ενηλικίωση όσο και τη γνωριμία της με τον Γκάτσο και άλλους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης όπως ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, η Μούσχουρη, ο Χρονάς, ο Λορεντζάτος, ο Αρανίτσης κά. Στις επετείους λέγονται πολλά. Το καλύτερο μνημόσυνο για τον Γκάτσο είναι το βιβλίο της Δημητρούκα. «Γιατί (ο Γκάτσος ) ήθελε να ακυρώσει την ευθεία. Το κατάλαβα όταν είδα το καρδιογράφημα του τέλους: ευθεία οδός, ο θάνατος. Η ζωή προχωράει με τεθλασμένες.»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)